ξεκοτσάρω

ξεκοτσάρω
1. ναυτ. ξεγαντζώνω
2. (για συρμούς ή άλλα οχήματα) αποσυνδέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κοτσάρω «συνδέω, προσκολλώ, προσαρτώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαγκυρίζω — ναυτ. 1. αποσυνδέω το άγκιστρο από έναν κρίκο, κν. ξεκοτσάρω, ξεγαντζώνω 2. εξαγκίστρώνω* …   Dictionary of Greek

  • ξεγαντζώνω — 1. βγάζω κάτι από τον γάντζο nou τό συγκρατεί («ξεγάντζωσε το αρνί») 2. ναυτ. ξεκοτσάρω 3. μτφ. γλιτώνω κάποιον που είναι επικίνδυνα παγιδευμένος ή στενά πολιορκημένος («δύσκολα τόν ξεγάντζωσε από τα χέρια τών ληστών») …   Dictionary of Greek

  • ξεκοτσάρισμα — το [ξεκοτσάρω] ναυτ. 1. η αποσύνδεση τού συστήματος που συγκρατεί την καδένα τής άγκυρας ώστε αυτή να μην παρασύρεται προς τη θάλασσα 2. τεχνολ. αποσύνδεση ρυμουλκούμενου οχήματος από το ρυμουλκό όχημα …   Dictionary of Greek

  • ξεγαντζώνω — ξεγάντζωσα, ξεγαντζώθηκα, ξεγαντζωμένος 1. βγάζω κάτι από το γάντζο, απαγκιστρώνω, αλλ. ξεκοτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”